υφαντοδονητος

υφαντοδονητος
    ὑφαντοδόνητος
    ὑφαντο-δόνητος
    2
    прошедший через ткацкий станок, т.е. тканый
    

(ἔσθος Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υφαντοδονητος" в других словарях:

  • υφαντοδόνητος — και ποιητ. τ. ύφαντοδόνατος, ον, Α αυτός που κατασκευάστηκε με δόνηση τής κερκίδας, ο υφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οἱστρο δόνητος] …   Dictionary of Greek

  • ὑφαντοδόνητον — ὑφαντοδόνητος swung in the weaving masc/fem acc sg ὑφαντοδόνητος swung in the weaving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»